- αλώνι
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαύρου.
* * *το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν)(νεοελλ.-μσν.)1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το αλώνισμα τών καρπών τών δημητριακών2. η εποχή τού αλωνίσματοςνεοελλ.1. χώρος τού ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές2. επίπεδος χώρος όπου απλώνεται η σταφίδα και άλλοι καρποί για αποξήρανση3. χώρος μικρής έκτασης4. το φωτοστέφανο που περιβάλλει το πρόσωπο τών αγίων (βλ. και ἅλως)5. φρ. «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-κάτω«τόν δέχτηκε σαν τη βροχή στ’ αλώνι», με ψυχρότητααρχ.ἁλώνιον υποκορ. τού ἅλων*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ἁλώνιον υποκορ. τού αρχ. μτγν. ουσ. ἅλων -ωνος, η (= ἅλως) «αλώνι».ΠΑΡ. νεοελλ. αλώνα, αλωνάκι, αλωναριά, αλωνάρικος, αλωνάς, αλωνιάρης, αλωνιάτης.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοδίχαλο, αλωνότοπος, αλωνοχώραφο].
Dictionary of Greek. 2013.